κρεολικός

κρεολικός
η , ό[ν] креольский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κρεολικός" в других словарях:

  • κρεολικός — ή, ό [κρεολός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρεολούς (α. «κρεολικά χαρακτηριστικά» β. «κρεολικά γλωσσικά ιδιώματα») …   Dictionary of Greek

  • κρεολικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στους κρεολούς: Φυσιογνωμία κρεολική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεολός — ή, ό 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κρεολός, η κρεολή άτομο από Ευρωπαίους γονείς που γεννήθηκε και ανατράφηκε αρχικά στις Αντίλλες, έπειτα σε οποιαδήποτε από τις ισπανικές, γαλλικές ή πορτογαλικές κτήσεις, σε αντιδιαστολή προς όσους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»